- νυμφάσματα
- νυμφάσματα, τὰ (Α)κοσμήματα τής νύφης, νυφικά στολίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη, κατά το ὑφάσματα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νυμφάσματα — bride s ornaments neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek